- κριτικάρω
- ασκώ κριτική, συνήθως αρνητική, σε κάποιον ή σε κάτι («η μόνιμη ασχολία της είναι να κριτικάρει τους συναδέλφους της»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. σχηματισμένη με την ξεν. κατάλ. -άρω, πρβλ. αγγλ. criticize < αγγλ. critic (< κριτική) + κατάλ. -ize].
Dictionary of Greek. 2013.