κριτικάρω

κριτικάρω
ασκώ κριτική, συνήθως αρνητική, σε κάποιον ή σε κάτι («η μόνιμη ασχολία της είναι να κριτικάρει τους συναδέλφους της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. σχηματισμένη με την ξεν. κατάλ. -άρω, πρβλ. αγγλ. criticize < αγγλ. critic (< κριτική) + κατάλ. -ize].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κριτικάρω — κριτικάρω, κριτικάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κριτικάρω — άρισακαι αρα, κριτικαρισμένος, κάνω κριτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”